Naříkat στα ελληνικά

Μετάφραση: naříkat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενθώ, θρηνώ, οδυρμός, τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, παραπονιέμαι, μουγκρητό, μοιρολογώ, κλαίω, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν
Naříkat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nařknout στα ελληνικά - κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
  • nařídit στα ελληνικά - παραγγέλλω, απόπειρα, υπαγορεύω, εντολή, καθορισμένος, τοποθετώ, διατάσσω, ...
  • naříkavý στα ελληνικά - αξιοθρήνητος, θρηνώδης, θρηνητικός, παραπονετικός, παραπονιάρικος, λυπητερός
  • nařízení στα ελληνικά - παραγγέλλω, κυρίαρχος, διορισμός, νομοθεσία, ρύθμιση, ορισμός, προσταγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Naříkat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενθώ, θρηνώ, οδυρμός, τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, παραπονιέμαι, μουγκρητό, μοιρολογώ, κλαίω, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν