Nedýchatelný στα ελληνικά
Μετάφραση: nedýchatelný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπιεστικός, πνηγηρός, αποπνικτικός, ασφυκτική, ασφυκτικό, ασφυκτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nedávný στα ελληνικά - νωπός, ζωντανός, δροσερός, φρέσκος, αποθανών, αργά, πρόσφατος, ...
- nedílnost στα ελληνικά - αδιαίρετο, το αδιαίρετο, αδιαίρετου χαρακτήρα, του αδιαίρετου, του αδιαιρέτου
- nedělitelnost στα ελληνικά - αδιαίρετο, το αδιαίρετο, αδιαίρετου χαρακτήρα, του αδιαίρετου, του αδιαιρέτου
- nedůslednost στα ελληνικά - ασυνέπεια, ανακολουθία, ασυνέπειας, αντίφαση, ασυμφωνία
Τυχαίες λέξεις
Nedýchatelný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπιεστικός, πνηγηρός, αποπνικτικός, ασφυκτική, ασφυκτικό, ασφυκτικές
Μεταφράσεις: καταπιεστικός, πνηγηρός, αποπνικτικός, ασφυκτική, ασφυκτικό, ασφυκτικές