Nevyspělost στα ελληνικά
Μετάφραση: nevyspělost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανωριμότητα, άωρο, ανωριμότητας, την ανωριμότητα, ανωριμότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nevyslovitelný στα ελληνικά - unpronounceable, απρόφερτο, μπορεί να αναπαραχθεί φωνητικά, αναπαραχθεί φωνητικά, να αναπαραχθεί φωνητικά
- nevyspalý στα ελληνικά - νυσταγμένος, υπνηλία, νυσταλέο, υπνηλίας, νυσταλέα
- nevysvětlitelný στα ελληνικά - αινιγματικός, ανεξήγητος, ανεξήγητο, ανεξήγητη, ανεξήγητα, ανεξήγητες
- nevyvinutost στα ελληνικά - ανώριμος, ανώριμα, ανώριμων, ανώριμο, ανώριμη
Τυχαίες λέξεις
Nevyspělost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανωριμότητα, άωρο, ανωριμότητας, την ανωριμότητα, ανωριμότητά
Μεταφράσεις: ανωριμότητα, άωρο, ανωριμότητας, την ανωριμότητα, ανωριμότητά