Ανωριμότητα στα τσεχικά
Μετάφραση: ανωριμότητα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nevyspělost, nezralost, nedospělost, nezralosti, nevyzrálost, k nezralosti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, ανωριμότητα λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανωριμότητα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ανυψώνω στα τσεχικά - zdvihnout, povýšit, pozvednout, zvednout, zvyšovat, povznést, vyvýšit, ...
- ανωμαλία στα τσεχικά - neregulérnost, odchylka, nevázanost, anomálie, nepravidelnost, nesprávnost, anomálií, ...
- ανωτερότητα στα τσεχικά - nadřízenost, převaha, nadřaděnost, nadřazenost, nadřazenosti, převahu, převahy
- ανωφελής στα τσεχικά - zbytečný, marný, bezúčelný, nepotřebný, profitless
Τυχαίες λέξεις
Ανωριμότητα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: nevyspělost, nezralost, nedospělost, nezralosti, nevyzrálost, k nezralosti
Μεταφράσεις: nevyspělost, nezralost, nedospělost, nezralosti, nevyzrálost, k nezralosti