Nicméně στα ελληνικά
Μετάφραση: nicméně, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολονότι, ήρεμος, ακόμα, ωστόσο, ακίνητος, γαλήνιος, όμως, εντούτοις, πάντως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nic στα ελληνικά - κανένας, μηδέν, τίποτα, όχι, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, ...
- nicka στα ελληνικά - κρυπτογραφία, Cypher, με κωδικα, κωδικα, Σάιφερ
- nicota στα ελληνικά - μηδαμινότητα, ανυπαρξία, μηδαμινότητά, ανυπαρξίας, το τίποτα
- nicotnost στα ελληνικά - κενοδοξία, φιλαυτία, επιπολαιότητα, ματαιοδοξία, ματαιότητα, ευτέλεια, αναξιότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Nicméně στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολονότι, ήρεμος, ακόμα, ωστόσο, ακίνητος, γαλήνιος, όμως, εντούτοις, πάντως
Μεταφράσεις: μολονότι, ήρεμος, ακόμα, ωστόσο, ακίνητος, γαλήνιος, όμως, εντούτοις, πάντως