Nový στα ελληνικά

Μετάφραση: nový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφατος, δροσερός, ζωντανός, νεανικός, μυθιστόρημα, φρέσκος, καινούριος, καινοφανής, νωπός, νέος, νέα, νέο, νέων, νέες
Nový στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • novátorský στα ελληνικά - νεωτεριστικός, καινοτόμος, καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων
  • nováček στα ελληνικά - ατζαμής, δόκιμος, αρχάριος, ξεπεταρούδι, ανώριμος, εκπαιδευόμενος, αρχάριους, ...
  • nově στα ελληνικά - πρόσφατα, νέα, προσφάτως, νέο, νέων
  • nozdra στα ελληνικά - ρουθούνι, ρώθωνα, ρουθουνιού, nostril
Τυχαίες λέξεις
Nový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφατος, δροσερός, ζωντανός, νεανικός, μυθιστόρημα, φρέσκος, καινούριος, καινοφανής, νωπός, νέος, νέα, νέο, νέων, νέες