Občasný στα ελληνικά
Μετάφραση: občasný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, σποραδικός, περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, περιστασιακών
Μεταφράσεις
- občanský στα ελληνικά - ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
- občanství στα ελληνικά - ιθαγένεια, υπηκοότητα, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη
- občerstvení στα ελληνικά - αναψυκτικό, ανανέωσης, αναψυκτήριο, αναζωογόνηση, ανανέωση
- občerstvit στα ελληνικά - αναδημιουργώ, αναπαριστώ, φρεσκάρω, ανανεώνω, ανανέωσης, Ανανέωση, Refresh, ...
Τυχαίες λέξεις
Občasný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, σποραδικός, περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, περιστασιακών
Μεταφράσεις: ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, σποραδικός, περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, περιστασιακών