Obdělávat στα ελληνικά

Μετάφραση: obdělávat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαλίζω, καλλιεργώ, μέχρι, εργασία, δουλεύω, ταμείο, δουλειά, εργάζομαι, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Obdělávat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • obdělat στα ελληνικά - εργασία, εργάζομαι, δουλεύω, δουλειά, καλλιέργεια, σοδειά, συγκομιδή, ...
  • obdělávaný στα ελληνικά - καλλιεργούνται, καλλιεργείται, καλλιεργούμενες, καλλιεργηθεί, που καλλιεργούνται
  • obdělávání στα ελληνικά - καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
  • obec στα ελληνικά - κοινόβιο, πόλη, κοινότητα, χωριό, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Obdělávat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαλίζω, καλλιεργώ, μέχρι, εργασία, δουλεύω, ταμείο, δουλειά, εργάζομαι, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε