Obec στα ελληνικά
Μετάφραση: obec, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινόβιο, πόλη, κοινότητα, χωριό, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
Μεταφράσεις
- obdělávat στα ελληνικά - σκαλίζω, καλλιεργώ, μέχρι, εργασία, δουλεύω, ταμείο, δουλειά, ...
- obdělávání στα ελληνικά - καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
- obecenstvo στα ελληνικά - ακροατήριο, κοινός, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
- obecnost στα ελληνικά - γενικότητα, γενικότητας, γενικότητος, γενικού χαρακτήρα, γενικότητά
Τυχαίες λέξεις
Obec στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινόβιο, πόλη, κοινότητα, χωριό, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
Μεταφράσεις: κοινόβιο, πόλη, κοινότητα, χωριό, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία