Obyčej στα ελληνικά
Μετάφραση: obyčej, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, συνήθεια, χρήση, πρακτική, άσκηση, έθιμο, τρόπος, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- obyvatelný στα ελληνικά - κατοικήσιμος, υποφερτός, βιωτή, βιώσιμο, καταστούν βιώσιμες, υποφερτή
- obyvatelstvo στα ελληνικά - άνθρωποι, άνθρωπος, πληθυσμός, κόσμος, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, ...
- obyčejný στα ελληνικά - αγροίκος, απλός, μέτριος, ασήμαντος, χυδαίος, πεδιάδα, βάναυσος, ...
- obyčejně στα ελληνικά - κοινώς, γενικά, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Τυχαίες λέξεις
Obyčej στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, συνήθεια, χρήση, πρακτική, άσκηση, έθιμο, τρόπος, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, συνήθεια, χρήση, πρακτική, άσκηση, έθιμο, τρόπος, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα