Odlehčení στα ελληνικά
Μετάφραση: odlehčení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκροή, ανάγλυφος, ανακούφιση, εκτόνωση, άφεση, εκπυρσοκρότηση, απολύω, αρωγή, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odkázat στα ελληνικά - παραπέμπω, κληροδοτώ, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται
- odlehlý στα ελληνικά - δόλιος, απόμακρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, ύπουλος, μακρινός, ...
- odlehčit στα ελληνικά - ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, ελαφρύνει, φωτίσει, ελάφρυνση, φωτίσετε, ελαφρυνθεί
- odlepit στα ελληνικά - ξεκολλήσει, την αποκόλληση, ξεκολλά, ξεκολλήσετε, να ξεκολλήσει
Τυχαίες λέξεις
Odlehčení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκροή, ανάγλυφος, ανακούφιση, εκτόνωση, άφεση, εκπυρσοκρότηση, απολύω, αρωγή, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Μεταφράσεις: εκροή, ανάγλυφος, ανακούφιση, εκτόνωση, άφεση, εκπυρσοκρότηση, απολύω, αρωγή, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο