Ανακούφιση στα τσεχικά
Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útěcha, odlehčení, reliéf, ulehčení, úleva, výpomoc, podpora, pomoc, posila, úlevy, úlevu, reliéfní
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακούφιση
ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανακούφιση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ανακοπή στα τσεχικά - suspendování, zavěšení, odklad, přerušení, zastavení, odročení, suspenze, ...
- ανακουφίζω στα τσεχικά - osvobodit, zprostit, pomoci, zmenšit, zlehčit, odlehčit, uklidnit, ...
- ανακρίβεια στα τσεχικά - nesprávnost, nepřesnost, nepřesnosti, nesprávnosti, nepřesností
- ανακρίνω στα τσεχικά - opékat, grilovat, mříž, vyšetřovat, mřížka, dotaz, rošt, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: útěcha, odlehčení, reliéf, ulehčení, úleva, výpomoc, podpora, pomoc, posila, úlevy, úlevu, reliéfní
Μεταφράσεις: útěcha, odlehčení, reliéf, ulehčení, úleva, výpomoc, podpora, pomoc, posila, úlevy, úlevu, reliéfní