Odpor στα ελληνικά

Μετάφραση: odpor, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακεντρέχεια, απροθυμία, φρίκη, απέχθεια, μνησικακία, εχθρότητα, αηδία, εμπάθεια, αντίσταση, αντίθεση, αντιπαθώ, αποστροφή, αγανάκτηση, αντίφαση, άχτι, αντιπάθεια, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Odpor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odpojit στα ελληνικά - αποκολλώ, αποσυνδέω, αποσύνδεση, αποσύνδεσης, αποσυνδέστε, αποσυνδεθείτε, να αποσυνδεθείτε
  • odpolitizovat στα ελληνικά - αποπολιτικοποίηση, αποπολιτικοποιήσει
  • odpornost στα ελληνικά - προσβλητικότητα, την προσβλητικότητα, απωθητικότητας, επιθετικότητα
  • odporný στα ελληνικά - κακός, επαναστατικός, απεχθής, ανέντιμος, άθλιος, διαβόητος, δυσάρεστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Odpor στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακεντρέχεια, απροθυμία, φρίκη, απέχθεια, μνησικακία, εχθρότητα, αηδία, εμπάθεια, αντίσταση, αντίθεση, αντιπαθώ, αποστροφή, αγανάκτηση, αντίφαση, άχτι, αντιπάθεια, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα