Κακεντρέχεια στα τσεχικά

Μετάφραση: κακεντρέχεια, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepřátelství, nenávist, zaujatost, animozita, odpor, zášť, nevůle, nechuť, škodolibost, zlomyslnost, škodlivost
Κακεντρέχεια στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια

κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο, κακεντρέχεια λεξικό γλώσσας τσεχικά, κακεντρέχεια στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • κακία στα τσεχικά - vada, chyba, nedostatek, kaz, nectnost, neřest, špatnost, ...
  • κακαρίζω στα τσεχικά - kvokat, kdákot, chichotání, kdákání, chichotat, žvanit, kdákat, ...
  • κακεντρεχής στα τσεχικά - škodolibý, zhoubný, zlobný, maligní, škodlivý, zlomyslný, neblahý, ...
  • κακοήθης στα τσεχικά - zlý, maligní, zlomyslný, neblahý, škodlivý, zhoubný, bezbožných, ...
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρέχεια στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: nepřátelství, nenávist, zaujatost, animozita, odpor, zášť, nevůle, nechuť, škodolibost, zlomyslnost, škodlivost