Okamžitý στα ελληνικά

Μετάφραση: okamžitý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιγμιαίος, ωθώ, γρήγορος, υποκινώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Okamžitý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ojedinělý στα ελληνικά - ασυντρόφευτος, μονόκλινος, απομονωμένος, σπάνιος, μοναχικός, μονός, μόνος, ...
  • okamžik στα ελληνικά - μικροσκοπικός, στιγμιαίος, δεύτερος, σπιθίζω, δευτερόλεπτο, λεπτομερής, σπινθηροβόλος, ...
  • okamžitě στα ελληνικά - αμέσως, τώρα, προσωρινά, άμεσα, άμεση, πάραυτα
  • okap στα ελληνικά - ρείθρο, οχετός, μαρκίζα, γείσο, μαρκίζες, γείσα, τις μαρκίζες
Τυχαίες λέξεις
Okamžitý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιγμιαίος, ωθώ, γρήγορος, υποκινώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα