Ondulace στα ελληνικά

Μετάφραση: ondulace, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύμα, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
Ondulace στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • onanie στα ελληνικά - αυνανισμός, ο αυνανισμός
  • onanovat στα ελληνικά - αυνανισμό, αυνανίζεται, masturbating, να αυνανίζεται, αυνανίζονται
  • ondulovat στα ελληνικά - κύμα, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
  • onemocnění στα ελληνικά - πάθηση, αταξία, στοργή, ασθένεια, τρυφερότητα, ακαταστασία, διαταραχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Ondulace στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύμα, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη