Opatrovat στα ελληνικά
Μετάφραση: opatrovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμελούμαι, περιποιούμαι, νοσοκόμα, βάγια, διατηρώ, αγαπάμε, να αγαπάμε, λατρεύουν, αγαπάμε τη
Μεταφράσεις
- opatrný στα ελληνικά - δειλός, σεμνός, προσεκτικός, φιλύποπτος, επιφυλακτικός, εσκεμμένος, εχέμυθος, ...
- opatrně στα ελληνικά - επιφυλακτικά, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
- opatrovnictví στα ελληνικά - κηδεμονία, κηδεμονίας, καταπιστευματική, καταπιστευματική διαχείριση, την κηδεμονία
- opatrovník στα ελληνικά - διαχειριστής, έφορος, θεματοφύλακας, κηδεμόνας, φύλακας, κηδεμόνα, θεματοφύλακα
Τυχαίες λέξεις
Opatrovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, περιποιούμαι, νοσοκόμα, βάγια, διατηρώ, αγαπάμε, να αγαπάμε, λατρεύουν, αγαπάμε τη
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, περιποιούμαι, νοσοκόμα, βάγια, διατηρώ, αγαπάμε, να αγαπάμε, λατρεύουν, αγαπάμε τη