Oplývající στα ελληνικά

Μετάφραση: oplývající, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άφθονος, πλούσιος, εύπορος, αφειδής, αδρός, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν
Oplývající στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oplátka στα ελληνικά - εκδίκηση, ρεβάνς, εκδίκησης, την εκδίκηση, εκδικηθεί, εκδίκησή
  • oplývat στα ελληνικά - βρίθω, αφθονούν, βρίθουν, αφθονεί
  • opojení στα ελληνικά - μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από
Τυχαίες λέξεις
Oplývající στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άφθονος, πλούσιος, εύπορος, αφειδής, αδρός, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν