Opovážlivost στα ελληνικά
Μετάφραση: opovážlivost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόλμη, τόλμημα, αναίδεια, θράσος, θρασύτητα, η θρασύτητα, την αναίδεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opovržlivý στα ελληνικά - περιφρονητικός, χλευαστικός, καταφρονητικός, περιφρονητική, περιφρονητικό, περιφρονείτε
- opovržlivě στα ελληνικά - περιφρονητικά, περιφρόνηση, με περιφρόνηση, περιφρονητικό, απαξιωτικά
- opozdilec στα ελληνικά - latecomer, που προσέρχε- ται καθυστερημένα, προσέρχε- ται καθυστερημένα
- opozice στα ελληνικά - αντίθεση, αντοχή, αντίσταση, αντιπολίτευση, αντιπολίτευσης, ανακοπής, της αντιπολίτευσης
Τυχαίες λέξεις
Opovážlivost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόλμη, τόλμημα, αναίδεια, θράσος, θρασύτητα, η θρασύτητα, την αναίδεια
Μεταφράσεις: τόλμη, τόλμημα, αναίδεια, θράσος, θρασύτητα, η θρασύτητα, την αναίδεια