Osvětlovat στα ελληνικά

Μετάφραση: osvětlovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάβω, φωτίζω, φωτερός, ξανθός, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό
Osvětlovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antitoxin στα ελληνικά - αντιτοξίνη, αντιτοξίνης, αντιτοξίνη ή, της αντιτοξίνης, αντιτοξίνη ως
  • domeček στα ελληνικά - κέλυφος, σφηνώνω, καταλύω, οβίδα, καβούκι, σπίτι, σπιτιού, ...
  • koncern στα ελληνικά - ανησυχία, προβληματισμός, συνδυάζω, ενδιαφέρον, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ...
  • obvinit στα ελληνικά - κατηγορώ, καταγγέλλω, εγκαλώ, κλητεύω, φροντίδα, κατηγορία, ευθύνη, ...
Τυχαίες λέξεις
Osvětlovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάβω, φωτίζω, φωτερός, ξανθός, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό