Pěstovat στα ελληνικά

Μετάφραση: pěstovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπαιδεύω, μέχρι, πισινός, τρέφω, σηκώνω, αναπαράγω, παγανίζω, θετός, αναστηλώνω, σκαλίζω, υψώνω, υιοθετώ, τρένο, κήπος, μεγαλώνω, ράτσα, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
Pěstovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • břichomluvec στα ελληνικά - εγγαστρίμυθος, εγγαστρίμυθου
  • extraktor στα ελληνικά - απαγωγέας, απορροφητήρα, απορροφητήρας, εξολκέα, εκχυλιστή
  • odchylka στα ελληνικά - διαφορά, παρεκτροπή, ανωμαλία, παραλλαγή, λοξοδρομώ, απόκλιση, προκατάληψη, ...
  • osolit στα ελληνικά - αλάτι, αλατισμένος, αλατισμένα, αλατισμένο, παστά, αλατισμένα ή
Τυχαίες λέξεις
Pěstovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπαιδεύω, μέχρι, πισινός, τρέφω, σηκώνω, αναπαράγω, παγανίζω, θετός, αναστηλώνω, σκαλίζω, υψώνω, υιοθετώ, τρένο, κήπος, μεγαλώνω, ράτσα, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται