Přírodní στα ελληνικά
Μετάφραση: přírodní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύση, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- děda στα ελληνικά - παππούς, Παππού, ο παππούς, Grandpa, του Παππού
- expresivní στα ελληνικά - εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές
- nestejnoměrný στα ελληνικά - ανώμαλο, μονός, ανώμαλος, άνισος, άνιση, ανομοιόμορφη, ανώμαλη
- ničit στα ελληνικά - διασπαθίζω, σπαταλώ, εκμηδενίζω, βλάπτω, ρημάζω, καταστρέφω, αποδεκατίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Přírodní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύση, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Μεταφράσεις: φύση, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού