Příslušný στα ελληνικά
Μετάφραση: příslušný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφετερίζομαι, επεισόδιο, αρκετοί, κατάλληλος, αρκετές, περιστατικό, οικειοποιούμαι, σχετικός, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amulet στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
- chlup στα ελληνικά - στοίβα, στοιβάδα, σωρός, στοιβάζω, μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, ...
- nikoho στα ελληνικά - κανείς, κάποιος, κανέναν, οποιονδήποτε, καθένας
- následný στα ελληνικά - μεταγενέστερος, αλλεπάλληλος, σειρά, διαδοχικός, παρακολούθησης, παρακολούθηση, την παρακολούθηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Příslušný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, επεισόδιο, αρκετοί, κατάλληλος, αρκετές, περιστατικό, οικειοποιούμαι, σχετικός, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, επεισόδιο, αρκετοί, κατάλληλος, αρκετές, περιστατικό, οικειοποιούμαι, σχετικός, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες