Přerušování στα ελληνικά

Μετάφραση: přerušování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπή, διακοπές, διακοπών, τις διακοπές, διακοπής
Přerušování στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bolestný στα ελληνικά - πένθιμος, σοβαρός, αλγεινός, περίλυπος, οδυνηρός, θλιβερός, επώδυνος, ...
  • koukol στα ελληνικά - βαρκούλα, στρείδι, κυδωνιών, πτυχωτό, κυδώνι
  • materialista στα ελληνικά - υλιστής, υλιστική, υλιστικής, υλιστικό, υλιστικές
  • oddaný στα ελληνικά - πιστός, στοργικός, αφιερωμένη, αφιερωμένο, ειδική, ειδικό, αφοσιωμένο
Τυχαίες λέξεις
Přerušování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπή, διακοπές, διακοπών, τις διακοπές, διακοπής