Přesvědčovat στα ελληνικά

Μετάφραση: přesvědčovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Přesvědčovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dohad στα ελληνικά - μαντεύω, εικασία, εικασίες, υπόθεση, εικασίας, συγκυρία
  • důvěřující στα ελληνικά - σίγουρος, βέβαιος, πεπεισμένος, αυτοπεποίθηση, σίγουροι
  • inovace στα ελληνικά - καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
  • misál στα ελληνικά - ευχολόγιο, σύνοψη, Missal, Συναξάρι, απόλυσης
Τυχαίες λέξεις
Přesvědčovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε