Přisuzovat στα ελληνικά
Μετάφραση: přisuzovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδίδω, επιρρίπτω, σφετερίζομαι, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Μεταφράσεις
- demagogický στα ελληνικά - δημαγωγικός, δημαγωγικές, δημαγωγική, δημαγωγικό, δημαγωγικά
- dotovat στα ελληνικά - προικίζω, επιδοτώ, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
- ještě στα ελληνικά - ήρεμος, ωστόσο, πλέον, γαλήνιος, πια, ακόμα, ακίνητος, ...
- nepochopení στα ελληνικά - παρεξήγηση, ακατανοησία, έλλειψη κατανόησης, έλλειψης κατανόησης, ακατανοησίας, αδυνατεί να κατανοήσει
Τυχαίες λέξεις
Přisuzovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδίδω, επιρρίπτω, σφετερίζομαι, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Μεταφράσεις: αποδίδω, επιρρίπτω, σφετερίζομαι, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα