Επιρρίπτω στα τσεχικά
Μετάφραση: επιρρίπτω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připsat, přisuzovat, přičítat, připadající, přiřaditelné, přičíst, přisoudit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρίπτω
επιρρίπτω ευθύνες, επιρρίπτω λεξικό γλώσσας τσεχικά, επιρρίπτω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- επιπόλαια στα τσεχικά - lehce, slabě, zlehka, triviálně, trivially, triviálním, triviální, ...
- επιπόλαιος στα τσεχικά - mělký, lehkovážný, vnějškový, zběžný, slabý, lehkomyslný, mělčina, ...
- επιρρεπής στα τσεχικά - způsobilý, vhodný, schopný, výstižný, nakloněný, apt
- επιρρηματικός στα τσεχικά - adverbiální, příslovečný, příslovečným, příslovečné, příslovečné určení
Τυχαίες λέξεις
Επιρρίπτω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: připsat, přisuzovat, přičítat, připadající, přiřaditelné, přičíst, přisoudit
Μεταφράσεις: připsat, přisuzovat, přičítat, připadající, přiřaditelné, přičíst, přisoudit