Přisvědčit στα ελληνικά
Μετάφραση: přisvědčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκατάθεση, συμφωνείτε, Συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dvorec στα ελληνικά - αυλή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
- kudrna στα ελληνικά - μπούκλα, κατσαρώνω, λόξα, κόμβος, συστροφή, στρεβλώνετε, κάμπτετε
- mnohojazyčný στα ελληνικά - πολύγλωσσος, πολύγλωσση, πολύγλωσσοι, πολύγλωσσες, πολύγλωσσης
- obdivovat στα ελληνικά - θαυμάζω, διερωτώμαι, θαύμα, αναρωτιέμαι, θαυμασμός, θαυμάσετε, θαυμάσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Přisvědčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, συμφωνείτε, Συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, συμφωνείτε, Συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει