Půjčovat στα ελληνικά
Μετάφραση: půjčovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζομαι, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brunátný στα ελληνικά - μωβ, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου, κόκκινες
- kdo στα ελληνικά - που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, οποίοι
- námitka στα ελληνικά - αντίρρηση, εξαίρεση, ένσταση, αντιρρήσεις, ενστάσεως, ένστασης
- ochoz στα ελληνικά - θεωρείο, πινακοθήκη, στοά, γκάλερι, γκαλερί
Τυχαίες λέξεις
Půjčovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζομαι, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Μεταφράσεις: δανείζομαι, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται