Δανείζομαι στα τσεχικά

Μετάφραση: δανείζομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
půjčit, půjčovat, výpůjčka, půjčit si, vypůjčit si, vypůjčit
Δανείζομαι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζομαι

δανείζομαι συνωνυμα, δανείζομαι μεταφραση, δανείζομαι στα αγγλικα, δανείζομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, δανείζομαι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δακτύλιος στα τσεχικά - prstenec, kroužek, prsten, kruh, kroužku
  • δαμάσκηνο στα τσεχικά - švestka, švestky, švestkový, plum, švestková
  • δανείζω στα τσεχικά - dodávat, podat, udělit, zapůjčit, věnovat, poskytnout, půjčit, ...
  • δανειζόμενος στα τσεχικά - dlužník, vypůjčovatel, dlužníka, dlužníkem, vypůjčitel
Τυχαίες λέξεις
Δανείζομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: půjčit, půjčovat, výpůjčka, půjčit si, vypůjčit si, vypůjčit