Poměr στα ελληνικά
Μετάφραση: poměr, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, συμπεριφορά, σύνδεση, ανταπόκριση, στάση, τιμή, σχέση, αναλογία, λόγος, λόγο, λόγου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- donutit στα ελληνικά - φτιάχνω, δύναμη, πειθαναγκάζω, κάνω, εξαναγκάζω, βία, κατασκευάζω, ...
- fyzioterapie στα ελληνικά - φυσιοθεραπεία, κινησιοθεραπεία, φυσιοθεραπείας, φυσικοθεραπείας, φυσικοθεραπεία
- nespojitý στα ελληνικά - διακριτικός, ασυνεχής, ασυνεχείς, ασυνεχές, ασυνεχή, ασυνεχούς
- onanie στα ελληνικά - αυνανισμός, ο αυνανισμός
Τυχαίες λέξεις
Poměr στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, συμπεριφορά, σύνδεση, ανταπόκριση, στάση, τιμή, σχέση, αναλογία, λόγος, λόγο, λόγου
Μεταφράσεις: έδρανο, συμπεριφορά, σύνδεση, ανταπόκριση, στάση, τιμή, σχέση, αναλογία, λόγος, λόγο, λόγου