Proběhnout στα ελληνικά

Μετάφραση: proběhnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορώ, περνώ, πέρασμα, στενά, τρέχει μέσα, διατρέχουν, τρέχει μέσα από, διασχίζουν, τρέξει μέσω
Proběhnout στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • endemický στα ελληνικά - ενδημικός, ενδημικά, ενδημική, ενδημικό, ενδημικών
  • epizodický στα ελληνικά - επεισοδιακός, επεισοδιακή, επεισοδιακό, επεισοδική, επεισοδιακής
  • mineralogie στα ελληνικά - ορυκτολογία, Ορυκτολογίας, την ορυκτολογία, η ορυκτολογία, στην ορυκτολογία
  • občerstvení στα ελληνικά - αναψυκτικό, ανανέωσης, αναψυκτήριο, αναζωογόνηση, ανανέωση
Τυχαίες λέξεις
Proběhnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, περνώ, πέρασμα, στενά, τρέχει μέσα, διατρέχουν, τρέχει μέσα από, διασχίζουν, τρέξει μέσω