Prodlužovat στα ελληνικά
Μετάφραση: prodlužovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Μεταφράσεις
- asketa στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
- burza στα ελληνικά - ανταλλάσσω, λογομαχία, διαφωνία, συνάλλαγμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ...
- hromadný στα ελληνικά - κοινός, συνηθισμένος, συλλογικός, μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, ...
- osinek στα ελληνικά - αμίαντος, αμίαντο, αμιάντου, τον αμίαντο, αμίαντου
Τυχαίες λέξεις
Prodlužovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Μεταφράσεις: εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί