Produkovat στα ελληνικά
Μετάφραση: produkovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκομίζω, παράγω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amortizovat στα ελληνικά - αποσβέσουν, αποσβέσει, αποσβεστεί, να αποσβέσει, αποσβεστεί το
- impedance στα ελληνικά - αντοχή, αντίσταση, σύνθετη αντίσταση, σύνθετης αντίστασης, εμπέδηση, αντίστασης
- nekompromisnost στα ελληνικά - αδιαλλαξία, αδιαλλαξίας, την αδιαλλαξία, η αδιαλλαξία, αδιαλλαξία της
- opětovat στα ελληνικά - απάντηση, ανταποδίνω, ξεπληρώνω, απαντώ, ανταμείβω, επαναλαμβάνω, απόδοση, ...
Τυχαίες λέξεις
Produkovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκομίζω, παράγω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Μεταφράσεις: προσκομίζω, παράγω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί