Promluvit στα ελληνικά

Μετάφραση: promluvit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μιλώ, κρένω, απευθύνω, διεύθυνση, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν
Promluvit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cvičený στα ελληνικά - έντεχνος, εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
  • liga στα ελληνικά - πρωτάθλημα, κατηγορία, συνασπισμός, αρένα, πρωταθλήματος, στην αρένα
  • nařknout στα ελληνικά - κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
  • název στα ελληνικά - επωνυμία, τίτλος, όνομα, τρίμηνο, ονομασία, όρος, ονομάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Promluvit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μιλώ, κρένω, απευθύνω, διεύθυνση, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν