Ratifikovat στα ελληνικά
Μετάφραση: ratifikovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jestřáb στα ελληνικά - γεράκι, Hawk, γερακιού, γερακιών, το γεράκι
- kosmetika στα ελληνικά - καλλυντικά, καλλυντικών, τα καλλυντικά, των καλλυντικών, καλλυντικών προϊόντων
- okrášlit στα ελληνικά - λουσάρω, καλλωπίζω, διακοσμώ, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε
- ospravedlnění στα ελληνικά - αιτιολογία, τεκμηρίωση, αποκατάσταση, δικαιολογία, αιτιολόγηση, Αιτιολόγηση Η, Αιτιολόγηση Οι, ...
Τυχαίες λέξεις
Ratifikovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Μεταφράσεις: κυρώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει