Regulovat στα ελληνικά

Μετάφραση: regulovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμόζω, έλεγχος, εξουσιάζω, ρυθμίζω, κανονίζω, ρυθμίζουν, ρυθμίζει, ρύθμιση, ρυθμίσει, τη ρύθμιση
Regulovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstrakce στα ελληνικά - θεωρητικός, αφαίρεση, άντληση, αφαίρεσης, άντλησης, αντλήσεις
  • barter στα ελληνικά - αντιπραγματισμού, αντιπραγματισμός, ανταλλαγή, ανταλλαγής, αντισταθμιστικό
  • dorost στα ελληνικά - νεότητα, μικρός, νέος, νεαρός, κουτάβι, κουταβιού, το κουτάβι, ...
  • ohmatat στα ελληνικά - αγγίζω, πινελιά, χειρίζομαι, αισθάνομαι, χερούλι, υφή, μεταχειρίζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Regulovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμόζω, έλεγχος, εξουσιάζω, ρυθμίζω, κανονίζω, ρυθμίζουν, ρυθμίζει, ρύθμιση, ρυθμίσει, τη ρύθμιση