Rozhodovat στα ελληνικά

Μετάφραση: rozhodovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέω, επιδικάζω, διηγούμαι, υπολογίζω, διαιτητεύω, προσδιορίζω, αποφασίζω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, καθορίζω, δικάζω, αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, αποφάσεις που, τις αποφάσεις
Rozhodovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • centrála στα ελληνικά - διαφωνία, ανταλλάσσω, λογομαχία, συνάλλαγμα, αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, ...
  • neuvědomělost στα ελληνικά - αναισθησία, απώλεια των αισθήσεων, απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης, την απώλεια των αισθήσεων
  • obšírný στα ελληνικά - εκτεταμένος, άφθονος, πλατύς, αρκετός, φαρδύς, διεξοδικός, ευρύ, ...
  • ochraptělý στα ελληνικά - βραχνός, τραχύς, βραχνή, βραχνό, τη βραχνή, σπασμένη
Τυχαίες λέξεις
Rozhodovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέω, επιδικάζω, διηγούμαι, υπολογίζω, διαιτητεύω, προσδιορίζω, αποφασίζω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, καθορίζω, δικάζω, αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, αποφάσεις που, τις αποφάσεις