Rozvětvení στα ελληνικά
Μετάφραση: rozvětvení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάδος, παρακλάδι, κλαδί, διακλάδωση, υποκατάστημα, διακλαδώσεως, διακλάδωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- karmín στα ελληνικά - κατακόκκινος, καρμίνη, καρμίνης, καρμίνιο, carmine
- kurfiřt στα ελληνικά - εκλέκτορας, εκλογέα, ψηφοφόρος, εκλογέας, ψηφοφόρου
- křídlatý στα ελληνικά - φτερωτός, φτερωτό, φτερωτά, φτερωτή, φτερωτού
- nevázaný στα ελληνικά - χαλαρός, λάσκος, λυτός, δωρεάν, αυτεξούσιος, ομοφυλόφιλος, έκλυτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Rozvětvení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάδος, παρακλάδι, κλαδί, διακλάδωση, υποκατάστημα, διακλαδώσεως, διακλάδωσης
Μεταφράσεις: κλάδος, παρακλάδι, κλαδί, διακλάδωση, υποκατάστημα, διακλαδώσεως, διακλάδωσης