Sklesnout στα ελληνικά
Μετάφραση: sklesnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταρρέω, κεσάτι, σωριάζομαι, πέφτω
Μεταφράσεις
- dovolený στα ελληνικά - αποδεκτός, επιτρεπτός, νόμιμος, επιτρεπόμενος, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
- element στα ελληνικά - εξάρτημα, στοιχείο, συστατικός, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
- nesnadnost στα ελληνικά - δυσκολία, δυσχέρεια, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
- norník στα ελληνικά - τερριέ, τεριέ, Terrier, τεριέ του, Τέρριερ
Τυχαίες λέξεις
Sklesnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταρρέω, κεσάτι, σωριάζομαι, πέφτω
Μεταφράσεις: καταρρέω, κεσάτι, σωριάζομαι, πέφτω