Sténat στα ελληνικά
Μετάφραση: sténat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό
Μεταφράσεις
- lyričnost στα ελληνικά - λυρισμός, λυρισμό, λυρισμού, το λυρισμό, λυρικότητα
- mocnitel στα ελληνικά - εκθέτης, εκθέτη, εκφραστής, εκφραστή, εκθετικό
- odmlka στα ελληνικά - παύση, διακοπή, διακόπτω, σταματώ, σιωπή, σιωπής, τη σιωπή, ...
- odvážnost στα ελληνικά - μαδώ
Τυχαίες λέξεις
Sténat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό
Μεταφράσεις: τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό