Tón στα ελληνικά

Μετάφραση: tón, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνή, απόχρωση, σκιά, ήχος, ατμόσφαιρα, κλειδί, τόνος, γερός, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος
Tón στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chronologický στα ελληνικά - χρονολογικός, χρονολογικές, χρονολογική
  • disponování στα ελληνικά - διάθεση, Disposition, διάταξη, διάθεσης, Η διάθεση
  • kousíček στα ελληνικά - θραύσμα, καλκάνι, κομματάκι, θρυμματίζω, σπαταλώ, ροκανίζω, ημιψηφιόλεξη, ...
  • nafoukanost στα ελληνικά - αλαζονεία, έπαρση, υπόθεση, καμάρι, η έπαρση, οίηση
Τυχαίες λέξεις
Tón στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνή, απόχρωση, σκιά, ήχος, ατμόσφαιρα, κλειδί, τόνος, γερός, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος