Udělovat στα ελληνικά

Μετάφραση: udělovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απονέμω, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Udělovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eskont στα ελληνικά - μείωση, έκπτωση, σκόντο, εκπτώσεων, επιστροφή, έκπτωσης, επιστροφής
  • kaskadér στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, κασκαντέρ, stuntman
  • kolonie στα ελληνικά - αποικία, οικισμός, παροικία, αποικίας, αποικιών, αποικίες, των αποικιών
  • mateřství στα ελληνικά - μητρότητα, μητρότητας, τη μητρότητα, της μητρότητας, η μητρότητα
Τυχαίες λέξεις
Udělovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απονέμω, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί