Uschovat στα ελληνικά

Μετάφραση: uschovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλάω, παρακαταθήκη, εφεδρικός, παρακρατώ, αποκρούω, διασώζω, εφεδρεία, αποταμιεύω, εκτός, διατηρώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Uschovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dozrávání στα ελληνικά - ωρίμανση, ωρίμανσης, την ωρίμανση, ωριμάνσεως, ωρίμανση των
  • dvojice στα ελληνικά - ζευγάρι, ζεύγος, ζεύγους, ζευγών, ζεύγη
  • gobelín στα ελληνικά - ταπισερί, μωσαϊκό, ταπετσαρία, τάπητα, ταπετσαρίες
  • holeň στα ελληνικά - κνήμη, καλάμι, Shin, αντικνήμιο, αντικνημίων, πάνω από το οριζόντιο
Τυχαίες λέξεις
Uschovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλάω, παρακαταθήκη, εφεδρικός, παρακρατώ, αποκρούω, διασώζω, εφεδρεία, αποταμιεύω, εκτός, διατηρώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει