Usilovat στα ελληνικά
Μετάφραση: usilovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοδοξώ, σκοπεύω, παγανίζω, σκοπός, βλέψη, επιδιώκω, αποβλέπω, ασκώ, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dostačovat στα ελληνικά - επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για
- horlivě στα ελληνικά - ενθουσιωδώς, ζήλο, με ζήλο, θέρμη, με θέρμη
- morbidní στα ελληνικά - νοσηρός, νοσηρή, νοσηρές, morbid, νοσογόνο
- nedostupnost στα ελληνικά - διαθεσιμότητας, μη διαθεσιμότητα, μη διαθεσιμότητας, έλλειψη, της μη διαθεσιμότητας
Τυχαίες λέξεις
Usilovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοδοξώ, σκοπεύω, παγανίζω, σκοπός, βλέψη, επιδιώκω, αποβλέπω, ασκώ, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
Μεταφράσεις: φιλοδοξώ, σκοπεύω, παγανίζω, σκοπός, βλέψη, επιδιώκω, αποβλέπω, ασκώ, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν