Αποβλέπω στα τσεχικά

Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cílit, zamířit, cíl, záměr, aspirovat, namířit, zaměřit, zacílit, mířit, úmysl, usilovat, cíle, Cílem, cílů, cíli
Αποβλέπω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλέπω

αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας τσεχικά, αποβλέπω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αποβάλλω στα τσεχικά - shodit, vykázat, ztrácet, hangár, vytlačovat, vypudit, potratit, ...
  • αποβλάκωση στα τσεχικά - ustrnutí, ohromení, úžas, stavy omámenosti
  • αποβλακώνω στα τσεχικά - zesměšnit, zmařit, blamovat, omámit, ohromit, omráčit, ohloupit, ...
  • αποβολή στα τσεχικά - vypuzení, nezdar, vyhnání, vykázání, potrat, neúspěch, vypovězení, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: cílit, zamířit, cíl, záměr, aspirovat, namířit, zaměřit, zacílit, mířit, úmysl, usilovat, cíle, Cílem, cílů, cíli