Usměrňovat στα ελληνικά
Μετάφραση: usměrňovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεναγός, ξεναγώ, σκηνοθετώ, κανονίζω, καθοδηγώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cenina στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, μονόφυλλα, ταχυδρομικά είδη, ταχυδρομικά είδη με, διάφορα ταχυδρομικά είδη, διάφορα ταχυδρομικά είδη με
- debil στα ελληνικά - κοροϊδεύω, βλάκας, χαζός, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, ...
- kombinovat στα ελληνικά - συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
- lživost στα ελληνικά - ψευδολογία, ψεύδος, ψευδολογίας, ψέμα, της ψευδολογίας
Τυχαίες λέξεις
Usměrňovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεναγός, ξεναγώ, σκηνοθετώ, κανονίζω, καθοδηγώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Μεταφράσεις: ξεναγός, ξεναγώ, σκηνοθετώ, κανονίζω, καθοδηγώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν