Utápět στα ελληνικά

Μετάφραση: utápět, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγομαι, βυθισμένη, mired, βυθίστηκε, βυθιστεί, τέλμα
Utápět στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • běžet στα ελληνικά - εργασία, τρέχω, δουλειά, εργάζομαι, δουλεύω, τρέξιμο, κίνηση, ...
  • elevace στα ελληνικά - ανάδειξη, ύψωση, ανύψωση, υψόμετρο, αύξηση, όψη, ανύψωσης
  • kanec στα ελληνικά - χοίρος, κάπρος, μπάλα, τη μπάλα, αγριογούρουνο
  • opat στα ελληνικά - ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
Τυχαίες λέξεις
Utápět στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγομαι, βυθισμένη, mired, βυθίστηκε, βυθιστεί, τέλμα