Uválcovat στα ελληνικά

Μετάφραση: uválcovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύλινδρος, ψωμάκι, κυλώ
Uválcovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jedenáct στα ελληνικά - έντεκα, ένδεκα, από έντεκα
  • kajak στα ελληνικά - καγιάκ, kayak, το καγιάκ, του καγιάκ
  • kasař στα ελληνικά - ασφαλής, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς, ασφαλούς
  • odřít στα ελληνικά - λειαίνω, τρίβω, ξύνω, εκδέρω, γδέρνω
Τυχαίες λέξεις
Uválcovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύλινδρος, ψωμάκι, κυλώ