Vykořisťovat στα ελληνικά

Μετάφραση: vykořisťovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Vykořisťovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dnešní στα ελληνικά - παρών, παρουσιάζω, δώρο, σύγχρονος, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, ...
  • dovádět στα ελληνικά - διασκέδαση, έργο, τρέλες, παίζω, ευθυμία, παριστάνω, παιχνίδι, ...
  • hřad στα ελληνικά - κουρνιάζω, κούρνια, φωλιά, κουρνιάζουν, φωλιάζουν, φωλιών
  • krvelačný στα ελληνικά - αιμοδίψης, αιμοχαρούς, αιμοδιψή, αιμοδιψείς, αιμοδιψής
Τυχαίες λέξεις
Vykořisťovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει